ημιπερατός

ημιπερατός
-ή, -ό
φυσ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα διαφράγματα ή στις μεβράνες που διαχωρίζουν δύο διαλύματα πραγματοποιούμενα μέσα στον ίδιο διαλύτη εφόσον τα διαφράγματα ή οι μεμβράνες αυτές επιτρέπουν τη διέλευση του διαλύτη όχι όμως και τών διαλυθέντων σωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + περατός (< περώ «περνώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”